- αποκλέπτω
- ἀποκλέπτω (Α)1. κλέβω κάτι από κάποιον2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» — εξαπατά τον εαυτό του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκλέπτω — ἀπό κλέπτω clepere pres subj act 1st sg ἀπό κλέπτω clepere pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek